Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΑΣΑΚΙ

Στίχοι: Δημήτρης Μπρούχος
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς

Μες στης ζωής μου το τασάκι
τσιγάρα,μάγισσες και δράκοι
σαν μετανάστευσης βαγόνι
που χρόνια φεύγει και πληγώνει.

Σαν πρώτη μέρα στο σχολείο
σαν αραγμένο σάπιο πλοίο
γράμμα ανεπίδοτο κρυμμένο
γέλιο στον τοίχο κρεμασμένο.

Σε ποια να δώσω τη ζωή μου
πόσο να πιάνει κι η ψυχή μου.
Χριστέ,πώς μοιάζουμε κι οι δυο μας
καθώς κρατάμε το σταυρό μας.

Κράτα γερά,πιάσε το κύμα
να κάνει αυτό το πρώτο βήμα
να σπάσει κάθε σου κατάρτι
πολέμα εσύ σαν τον αντάρτη.



ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης.
Μουσική: Δήμος Μούτσης.
Πρώτη εκτέλεση: Άλκηστις Πρωτοψάλτη & Χρήστος Λεττονός, «ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ», 1976, σε συνεργασία με τον Μανώλη Μητσιά. Τα τραγούδια πρωτοακούστηκαν σε συναυλίες με τη Βίκυ Μοσχολιού αλλά κυκλοφόρησαν με την Πρωτοψάλτη. Η Βίκυ Μοσχολιού σε ζωντανή ηχογράφηση από μια συναυλία προς τιμήν της στον Λυκαβηττό, με τη Συμφωνική Δημοτική Ορχήστρα Αθηνών, τον Ιούνιο του 1998.


Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ
δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.

Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια.

Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ
δεν μπορώ πια να περιμένω
Τ' άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ' ασφοδίλια
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα.

Είναι παλιό το λιμάνι
δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά
Μες στ' ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνη λαβωμένο.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος
γύρεψα τη μοναξιά
δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή
Αν το θέλησα να μείνω μόνος
γύρεψα τη μοναξιά
δε γύρεψα το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα
Αν το θέλησα να μείνω μόνος
γύρεψα τη μοναξιά
δε γύρεψα αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν' αποφασίσει
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια.


Είναι παλιό το λιμάνι
δεν μπορώ
δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ' ανοιχτά.